τυφλόστομος

τυφλόστομος
τυφλό-στομος, ον,
A with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf.

τυφλός 11.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφλόστομος — ον, Α (για ποταμό) αυτός τού οποίου το στόμιο είναι φραγμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος] …   Dictionary of Greek

  • τυφλόστομον — τυφλόστομος with blind mouth masc/fem acc sg τυφλόστομος with blind mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλόστομα — τυφλόστομος with blind mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”